- ρινοθήκη
- η, Νζωολ. ονομασία που δίνεται μερικές φορές στην κεράτινη επένδυση τής άνω γνάθου τών πτηνών, όπου ανοίγουν τα ρουθούνια, μετά από τα οποία ο όρος αφορά την κεράτινη επένδυση τής κάτω γνάθου.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
σουλίδες — (Sulidae). Οικογένεια πελεκανόμορφων πουλιών που αριθμεί 9 είδη. Τα πουλιά της οικογένειας αυτής χαρακτηρίζονται από ρινοθήκη που δε λυγίζει στην άκρη της και δεν έχουν σάκκο κάτω από το ράμφος τους για την αποθήκευση της τροφής. Είναι έμπειροι… … Dictionary of Greek